μαγγανευτήριον

μαγγανευτήριον
μαγγανευτήριον, τὸ (Α)
τόπος όπου τελούνταν μαγγανείες («ἱερὰ ἀνοίγων ἀποκλείει μαγγανευτήρια», Θεμίστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαγγανεύω + επίθημα -τήριον (πρβλ. βουλευ-τήριο, δεσμω-τήριο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μαγγανευτήρια — μαγγανευτήριον haunt of impostors neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”